Η Ελλάδα πρωταγωνιστούσε στην πρώτη πράξη του δράματος. Η Ιρλανδία στη δεύτερη, η Πορτογαλία στην τρίτη και η Ισπανία παίρνει σειρά.
Το βασικό σενάριο είναι το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις: οι αγορές ανεβάζουν διαρκώς το κόστος δανεισμού μιας χώρας της ευρωζώνης και την αναγκάζουν να προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης που δημιουργήθηκε την άνοιξη ύστερα από την πίεση της ανάγκης. Οι λόγοι για την άνοδο του κόστους δανεισμού (πέραν του προφανούς της κερδοσκοπίας) είναι διαφορετικοί. Για την Ελλάδα είναι το υψηλό έλλειμμα σε συνδυασμό με το υψηλό χρέος. Για την Ιρλανδία η ανάγκη διάσωσης του προβληματικού τραπεζικού τομέα. Στην Πορτογαλία, μολονότι δεν έχει τόσο μεγάλο έλλειμμα όσο η Ελλάδα, ούτε οι τράπεζές της τα προβλήματα της Ιρλανδίας, ο συνδυασμός του ελλείμματος (9,3% με αύξηση κατά 2,5% το τελευταίο δεκάμηνο), του χρέους (76%) και του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης (1,5%) οδηγεί το κόστος δανεισμού στα ύψη. Στην Ισπανία το πρόβλημα εντοπίζεται στον τραπεζικό τομέα που έχει έκθεση ύψους 180 δισ. ευρώ σε προβληματικά δάνεια στον κατασκευαστικό κλάδο και στο έλλειμμα που ήταν 11,1% το 2009 (στόχος να μειωθεί στο 9,3% στο τέλος του χρόνου και να πέσει στο 6% το 2011).
Μπορεί λοιπόν η Ελλάδα να είχε το ρόλο του «ασώτου» στην αρχή της κρίσης, όμως το φαινόμενο του ντόμινο φέρνει στην επιφάνεια τα διαρθρωτικά προβλήματα στην περιφέρεια της ευρωζώνης, αναγκάζοντας τις υπόλοιπες χώρες, ιδιαίτερα τη Γερμανία, να δουν πιο σοβαρά την κατάσταση αφού, όπως αναγκάστηκε να αναγνωρίσει η Αγκελα Μέρκελ, δημιουργούνται προβλήματα για το ευρώ.
Οι ευρωπαϊκές οικονομίες είναι τόσο συνδεδεμένες, ώστε το φαινόμενο του ντόμινο είναι αναπόφευκτο, ακόμη και για χώρες που δεν μετέχουν στο ευρώ. Η έκθεση των γερμανικών τραπεζών μόνο σε κρατικό χρέος στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα ανέρχεται σε 298 δισ. ευρώ. Περίπου 200 δισ. ευρω είναι η έκθεση των γαλλικών τραπεζών σε κρατικό χρέος των παραπάνω χωρών. Στα 132 δισ. δολάρια φθάνουν οι ιρλανδικές υποχρεώσεις σε βρετανικές τράπεζες (γι' αυτό η Βρετανία έσπευσε να βοηθήσει παρότι δεν είναι στην ευρωζώνη). Αν η κατάσταση στην Πορτογαλία χειροτερέψει, αρκεί για να ρίξει λάδι στην ισπανική φωτιά, αφού η Ισπανία είναι όχι μόνο ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Πορτογαλίας αλλά και ο μεγαλύτερος δανειστής της, με τις ισπανικές τράπεζες να έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους 59 δισ. ευρώ πορτογαλικού χρέους.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, παρά τη μείωση του ελλείμματος, τα spreads για την Ισπανία άρχισαν να ανεβαίνουν και τα ασφάλιστρα κινδύνου (τα περιβόητα CDS) για τα ισπανικά ομόλογα έφθασαν στο ύψος ρεκόρ των 305 μονάδων για τη χώρα. Ο φόβος του ντόμινο ενισχύεται επειδή η Ισπανία το 2011 έχει μεγάλες δανειακές υποχρεώσεις, αφού είναι αναγκασμένη να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της πληρώνοντας στους δανειστές της 192 δισ. ευρώ και με βάση τα σημερινά δεδομένα και το κόστος αυτής της αναχρηματοδότησης θα είναι αυξημένο κατά 18% σε σύγκριση με το προηγούμενο (350 δισ. θα χρειαστεί τα επόμενα 3 χρόνια, τη στιγμή που το ποσόν για την Πορτογαλία είναι μόλις 51,5 δισ.). Το θετικό για την Ισπανία είναι ότι μεγάλο μέρος του χρέους της (περίπου 40%) βρίσκεται στα χέρια των ισπανικών τραπεζών, οι οποίες έχουν συμφέρον να μην δημιουργηθούν προβλήματα γιατί θα πληγούν καίρια (στην Πορτογαλία μόλις το 17% βρίσκεται στα χέρια εγχωριων τραπεζών, ενώ στην Ιρλανδία το ποσοστό είναι μόλις 15%).
Το ισπανικό πρόβλημα, αν πάρει διαστάσεις, είναι δύσκολα διαχειρίσιμο, επειδή η οικονομία της χώρας είναι σχεδόν διπλάσια από εκείνη της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας μαζί (σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2009 το ΑΕΠ της Ισπανίας ήταν 1.460 δισ. δολάρια, τη στιγμή που της Ελλάδας ήταν 329 δισ., της Πορτογαλίας 227 δισ. και της Ιρλανδίας επίσης 227 δισ. δολάρια). Οι δανειακές υποχρεώσεις της Ισπανίας είναι τέτοιες που, αν προσέφευγε στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, σχεδόν θα εξαντλούσε όσα χρήματα θα μείνουν από τα 750 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα θα δημιουργούσε την ανάγκη σε άλλες χώρες να αυξήσουν τη συμμετοχή τους για να καλύψουν το ποσοστό με το οποίο η Ισπανία συνέβαλε μέχρι τώρα, ενώ θα δημιουργούσε γκρίνια στο εσωτερικό του ΔΝΤ ότι επενδύει πάρα πολλά χρήματα στην Ευρώπη.
Οι εξελίξεις αυτές αυξάνουν την πίεση στην Αγκελα Μέρκελ, η οποία αντιμετωπίζει από τη μια την πίεση της κοινής γνώμης, που δεν θέλει να στέλνονται χρήματα φορολογουμένων στις χώρες που έχουν πρόβλημα, και των τραπεζών, που αντιμετωπίζουν μεγάλα ρίσκα λόγω της έκθεσής τους σε χώρες υψηλού ρίσκου.
Η συζήτηση για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα πριν γίνουν μη διαχειρίσιμα και θέσουν σε μεγάλο κίνδυνο το ευρώ, κινείται σε τρία επίπεδα:
α) Αύξηση του κεφαλαίου του μηχανισμού στήριξης ώστε να καλύψει ενδεχόμενες, επιπλέον ανάγκες, όπως άφησε ανοιχτό ο επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ Α. Βέμπερ, ενώ στη «Wall Street Journal» δημοσιεύθηκαν πληροφορίες από στελέχη της Κομισιόν για διπλασιασμό του ποσού, παρότι η Αγκελα Μέρκελ κρατάει επιφυλακτική στάση.
β) Στα χαρακτηριστικά του μόνιμου ευρωπαϊκού μηχανισμού βοήθειας που θα ισχύει από το 2013, και με βάση τις πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει για το γερμανικό σχέδιο, προβλέπει στις βασικές αρχές:
*Στο μηχανισμό στήριξης θα μετέχουν και ιδιώτες (τράπεζες, funds κ.λπ.). Οι εκδόσεις των κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης από το 2011 θα συνοδεύονται από ρήτρα συλλογικής δράσης (collective action clause) που θα προβλέπει εκ των προτέρων τη διαδικασία αναδιάρθρωσης χρέους με τη μέθοδο της επιμήκυνσης αποπληρωμής, εφόσον συμφωνεί ένα σημαντικό ποσοστό των κατόχων ομολόγων. Οι ιδιώτες επενδυτές θα είναι αναγκασμένοι να το δεχθούν. Αυτό όμως σημαίνει ότι το κόστος χρήματος θα ανέβει, αφού οι ιδιώτες θα ζητούν ανταμοιβή για το ρίσκο τους.
*Αν ένα κράτος προσφύγει στο μηχανισμό θα καταρτίζεται αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας, το οποίο πρέπει να τηρηθεί απαρέγκλιτα.
*Εφόσον παρ' όλα τα προηγούμενα η χώρα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, τα κράτη-μέλη δανειστές θα διαπραγματεύονται με όσους κατέχουν κρατικά ομόλογα ένα συνολικό σχέδιο αναδιάρθρωσης του χρέους που θα περιλαμβάνει επιμήκυνση πληρωμής και «κούρεμα». Αν κι αυτό αποτύχει, τότε το κράτος θα οδηγείται σε πλήρη χρεοκοπία.
Οι προτάσεις συντάσσονται σε συμφωνία Γερμανίας-Γαλλίας, γεγονός που έχει προκαλέσει δυσαρέσκεια των υπόλοιπων κρατών και του προέδρου του Eurogroup Ζ. Κ. Γιούνκερ, που βλέπει ότι το Βερολίνο επιβάλλει τις απόψεις του δίχως διαβούλευση με τα κοινοτικά όργανα.
γ) Εκτός από την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών, έχει ανοίξει ξανά η συζήτηση για κοινή οικονομική πολιτική στην Ε.Ε. που θα μειώνει τις ανισορροπίες.
Παράλληλα, οι εκτιμήσεις για τις επιδιώξεις της Γερμανίας, για την πιθανότητα δημιουργίας μιας ευρωζώνης δύο ταχυτήτων ή για επιστροφή χωρών στα νομίσματά τους, δίνουν και παίρνουν.
Στις 16-17 Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες οι ευρωπαίοι ηγέτες θα βρεθούν ξανά γύρω από το τραπέζι για να συζητήσουν όλα τα παραπάνω κι αυτή η σύνοδος θα είναι καθοριστική για το μέλλον όχι μόνο της ευρωζώνης αλλά και της Ε.Ε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου